προσκομιδή

προσκομιδή
η, ΝΜΑ [προσκομίζω]
1. η πράξη τού προσκομίζω, η προσαγωγή
2. προσφορά
3. αυτό που προσκομίζεται
4. εκκλ. α) η μεταφορά τών τιμίων δώρων από την Πρόθεση στην Αγία Τράπεζα
β) (με ευρύτερη σημ.) η πρόθεση και η ιδιαίτερη ακολουθία, κατά την οποία, με συνοδεία ειδικών φράσεων από την Αγία Γραφή και ευχών, αποκόπτονται τα μέρη τών προσφορών που προορίζονται για τη θεία ευχαριστία και τοποθετούνται στο δισκάριο, χύνεται κρασί και νερό στο ποτήριο, καλύπτονται τα δώρα, γίνεται προσφορά θυμιάματος και ακολουθεί η ευχή τής πρόθεσης
5. φρ. «ευχή τής προσκομιδής» — η ευχή που ακολουθεί τη μεταφορά τών τιμίων δώρων και την απόθεση τους πάνω στην Αγία Τράπεζα
αρχ.
1. φροντίδα, πρόνοια
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀναφορά».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσκομιδῇ — προσκομιδή oblation fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκομιδή — oblation fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκομιδή — η 1. η πράξη του προσκομίζω, η προσφορά, η προσαγωγή. 2. (εκκλησ.), η τελετή της προετοιμασίας των τιμίων δώρων για τη Θεία Kοινωνία, αλλ. πρόθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσκομιδῆι — προσκομιδῇ , προσκομιδή oblation fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκομιδαί — προσκομιδή oblation fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκομιδῆς — προσκομιδή oblation fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκομιδήν — προσκομιδή oblation fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκομιδῶν — προσκομιδή oblation fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • проскомидия — часть богослужения, во время которой приготовляются св. дары , народн. проскомедия, др. русск., цслав. проскомидиɪа – то же из греч. προσκομιδή – то же (Мi. ЕW 265; Фасмер, Гр. сл. эт. 160; Срезн. II, 1569). См. сл …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Проскомидия — Василий Великий совершает проскомидию (фреска кафедрального собора в …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”